- ξεδοντιάζω
- ξεδόντιασα, ξεδοντιάστηκα, ξεδοντιασμένος1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του ή σπάζω ή βγάζω τα δόντια κάποιου: Το φίδι δεν είναι επικίνδυνο αν το ξεδοντιάσεις, αν του βγάλεις τα δόντια.2. το μέσ., ξεδοντιάζομαι χάνω τα δόντια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.